ὠμαλγία

ὠμαλγία
ὠμαλγία, ,
A pain in the shoulder, Orib.Fr.70 (pl.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ωμαλγία — η / ὠμαλγία, ΝΑ πόνος στους ώμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος + αλγία (< αλγής < ἄλγος «πόνος»), πρβλ. νευρ αλγία] …   Dictionary of Greek

  • ὠμαλγίαις — ὠμαλγία pain in the shoulder fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -αλγία — Γλωσσ. β συνθετικό ουσιαστικών τόσο τής αρχαίας όσο και τής νεώτερης Ελληνικής ετυμολογικά το τέρμα αλγία συνδέεται με το ουσιαστικό άλγος, «πόνος», και δηλώνει κυρίως «πόνο, νοσηρή κατάσταση». Πρβλ. τα σύνθετα: γλωσσαλγία, γομφαλγία, καρδιαλγία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”